καταγορευσις

καταγορευσις
    καταγόρευσις
    κατ-ᾰγόρευσις
    -εως ἥ объявление, извещение Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "καταγορευσις" в других словарях:

  • καταγόρευσις — καταγόρευσις, ἡ (Α) [καταγορεύω] 1. δήλωση 2. μήνυση, καταγγελία …   Dictionary of Greek

  • καταγόρευσις — declaration fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγορεύσει — καταγόρευσις declaration fem nom/voc/acc dual (attic epic) καταγορεύσεϊ , καταγόρευσις declaration fem dat sg (epic) καταγόρευσις declaration fem dat sg (attic ionic) καταγορεύω tell aor subj act 3rd sg (epic) καταγορεύω tell fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγορεύσεις — καταγόρευσις declaration fem nom/voc pl (attic epic) καταγόρευσις declaration fem nom/acc pl (attic) καταγορεύω tell aor subj act 2nd sg (epic) καταγορεύω tell fut ind act 2nd sg καταγορεύω tell aor subj act 2nd sg (epic) καταγορεύω tell fut ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγόρευσιν — καταγόρευσις declaration fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»